Σεπτεμβρίου 23, 2010

γιατί οι άνθρωποι χρησιμοποιούμε αυτοκίνητα

Και αναρωτήθηκα σήμερα γιατί οι άνθρωποι χρησιμοποιούμε αυτοκίνητα. Γιατί όλη αυτή η βαβούρα των θορύβων και των κινδύνων για τους εαυτούς μας, τόσο έμμεσα λόγω της αδιαμφισβήτητης επιβάρυνσης που προκαλούν στο περιβάλλον, όσο και άμεσα λόγω του γεγονότος ότι είναι αντικείμενα που κινούνται με φονική ταχύτητα σε απόσταση αναπνοής όταν κάνουμε ποδήλατο η όταν περπατάμε. Δεν ήταν δύσκολο να καταλήξω σε πολύ άσχημα συμπεράσματα για την κοινωνία μας δυστυχώς. Και τα συμπεράσματα έχουν ως εξής.

Πρώτον. Ο άνθρωπος πηγαίνει κάπου με τ’ αμάξι επειδή μετακινείται με τον ελάχιστο δυνατό κόπο σε σχέση με την μετακίνηση με οποιοδήποτε άλλο μέσο η συνδυασμό μέσων (στην ελλάδα τουλάχιστον). Έτσι θεωρητικά διευκολύνεται με το να αυξάνει τη δυνατότητα του να μετακινηθεί εύκολα σε αξιόλογες αποστάσεις επιτρέποντας του να έχει ένα πιο ποιοτικό εύρος διασκέδασης. Η μήπως υπάρχουν πιο αποδοτικά και συγχρόνως λιγότερο βλαβεροί τρόποι μετακίνησης? Το ποδήλατο για παράδειγμα, σε μετακινεί σε μεγάλες αποστάσεις με κάποιο μυϊκό κόπο ίσως, αλλά σίγουρα είναι πιο φιλικό προς την ζωή, με το να μην ρυπαίνει και να ηχορυπαίνει.

Θέλω να πιστεύω ότι κανένας άνθρωπος δεν θα έπρεπε να ενοχλείται με το να περιπατάει ή να ποδηλατεί (αν και για να πω την αλήθεια αμφιβάλω γι αυτό). To θέμα είναι γιατί να έχουμε γίνει τέτοια πλάσματα οκνηρίας? Γιατί θέλουμε η τεχνολογία να είναι σύμμαχος του κακού μας εαυτού? Αυτού που βαριέται? Γιατί πιστεύουμε πως η τεχνολογία μπορεί να εξαλείψει τα προβλήματα που δημιουργεί ο κυρίαρχος σύγχρονος τρόπος διαβίωσης? Τα προβλήματα που έχει δημιουργήσει η ίδια δηλαδή? Μήπως είναι σαν να προσπαθούμε να πιστέψουμε ότι ο θεός μπορεί να φτιάξει μια πέτρα τόσο μεγάλη που να μην μπορεί να την σηκώσει?

Οι επιστήμονες το ξέρουν. Η δράση φέρνει και αντίδραση. Και με το να δρούμε ανεύθυνα και παράλογα απέναντι στον πλανήτη που λέγεται γη και ό,τι αυτός περιέχει επάνω του, με υποχείριο μας την τεχνολογία και πρόφαση την ευκολία μας, με τις λογικές που μας άφησε ο καπιταλισμός και η βιομηχανική επανάσταση, δεν μπορεί να μην περιμένουμε ότι θα πάρουμε κάτι αρνητικό ως αντίκτυπο. Και αυτά τα αναρωτιέται κάποιος που θα κληθεί μια μέρα να υπηρετήσει την τεχνολογία. Αυτό θα έπρεπε να το κάνει ο καθένας μας τουλάχιστον. Να μην παίρνουμε τα δεδομένα που μας προσφέρει η τηλεόραση αμάσητα (που γι αυτό θα μιλήσω σε άλλο άρθρο) και τις οπτικές γωνίες των γραβατωμένων, αλλά να προσπαθήσουμε να κρίνουμε από μια εξωτερική γωνία τον τρόπο ζωής μας. Να σκεπτόμαστε γιατί κάνουμε το κάθε τι και να προσπαθούμε να επιλέγουμε, παρά να βασιζόμαστε στις συνήθειες και τον εγκεφαλικό λήθαργο που κάποιοι έχουν ιδρώσει να μας περάσουν (δεν ξέρω ποιοι δεν λέμε ονόματα) και κάποιοι (εδώ λέμε! εκπαιδευτικό σύστημα) έχουν αποτύχει οικτρά να μας απελευθερώσουν από αυτό, και αντί αυτού μας υποδουλώνουν περεταίρω σε αυτό το νοητικό νανούρισμα και στα ψεύτικα ένστικτα μας. Η μήπως είναι τόσο δύσκολο αυτό να γίνει? Μήπως στην τελική αρκούμαστε σε αυτή τη ζωή που έχουμε, στα προβλήματα που μας βαραίνουν (περιβάλλον, μοναξιά κτλ) και είμαστε απρόθυμοι να δράσουμε?...
Και αν φοβόμαστε να πάρουμε το ποδήλατο μας δεν το βρίσκω παράλογο. Με όλη αυτή την επικινδυνότητα… Αλλά το να αφήνουμε την κατάσταση μας σε ξένα χέρια και να πιστεύουμε ότι κάποιος άλλος (πχ κράτος) θα μας βοηθήσει να αλλάξουμε, νομίζω πως πλέον θεωρείται αμέλεια… Εμείς δεν φέραμε τα αυτοκίνητα στην πόλη? Εμείς πρέπει να τα διώξουμε…




Υ.Γ. …Δυσκολεύτηκα πολύ να χρησιμοποιώ πληθυντικό και να συμπεριλαμβάνω τον εαυτό μου μέσα στο «εμείς» αντί να λέω «εσείς» ή «αυτοί», γιατί εγώ, έχω κάνει τις επιλογές μου, και κάθε μέρα διορθώνω συνέχεια πράγματα που υποπίπτουν στην αντίληψη μου… Παρακαλώ… Βοήθεια… Χρειάζομαι ελπίδα….. Ότι κάποιος είναι μαζί μου σε αυτό…

Αυγούστου 04, 2010

...

Σκέψου μια φορά
Εκεί που περιμένεις σιωπηλός το λεωφορείο
Εκεί που βλέπεις τα σκουπίδια που ‘μειναν απ’ τα νερά της βροχής,
Στην άκρη του δρόμου,
Και νιώθεις μια οικειότητα,
Μια ομοιότητα
Σου θυμίζουν κάτι από σένα,
Από τη ζωή σου
Από τη ζωή που ονειρεύτηκες
Και δεν είχες ποτέ
Σκέψου να ‘σπαγες τη σιωπή σου
Σκέψου τι θα ‘λεγες , τι θα φώναζες
Αν θα ‘κλαιγες
Ή θα γελούσες
Αν ήσουν θυμωμένος
Αν έμεινες απαθής
Κι αν αυτός που έκλαιγε ήταν ο διπλανός σου?
Θα ‘δινες δεκάρα?
Θα στεναχωριόσουν να τον βλέπεις να σέρνεται,
Να παίρνει ναρκωτικά
Να κουράζεται κουβαλώντας το καροτσάκι της λαϊκής
Να ντύνεται με πορφυρούς χιτώνες
Δεν θέλεις να τον χαστουκίσεις?
Δεν θέλεις να τον βοηθήσεις?
Τότε σκέψου μια φορά
Εκεί που βλέπεις μια σειρά
Σκέψου

Ιουλίου 09, 2010

..

Οι δαίμονες.
Σε κοιτάνε.
Σε τρώνε με τις πεινασμένες τσέπες που έχουν για στόματα.
Σου λένε πως ο θεός είναι ένας.
Οι τούρκοι είναι κακοί.
Σου μαθαίνουν πώς ν’ αγαπήσεις μια τηλεόραση
Και από αντίδραση εθίστηκες στο pc

Βάζουν λέξεις στο στόμα σου
Σου υποδεικνύουν πώς να εκφράσεις
Την αγάπη.

Και αν δεν είναι η κοινωνία μια άκαρδη τσούλα,
που δεν την νοιάζει ν’ αγαπήσεις
Μόνο να επιβιώσει την νοιάζει.
Να μεγαλώσει από τα αποφάγια της ψυχής,
που σου έχει αφήσει.

Μα εγώ θα το πάρω αυτό το αποφάγι.
Αυτό το ξεροκόμματο.
Και όπως ο θεός έκανε την σκόνη αγάπη,
έτσι κι εγώ θα κάνω την ψυχή μας,
την δικιά σου και την δικιά μου,
ένα όμορφο περιβόλι,
ψυχεδελικών ιδεών
και όμορφων πλασμάτων.
Αυτό δεν έκανε και ο θεός;
Θέλω να υποστηρίξω την άποψη ότι, μερικές από τις μέρες εκείνες,
ήταν ψηλά από μαριχουάνα.
Εξ’ ου και η έκφραση: «ο θεός βρίσκεται ψηλά»
Τις μέρες που έκανε τις καμηλοπαρδάλεις, ας πούμε.
Άλλες μέρες πάλι,
θα πρέπει να είχε πολύ μελαγχολική διάθεση,
από κείνη την όμορφη μελαγχολία, που καμιά
φορά σε κάνει να δακρύζεις.
Και καμιά φορά να χαμογελάς.
Τότε έφτιαξε τα γυμνά βουνά
για να κάθεται εκεί πάνω,
τα σύννεφα να χαζεύει.
Τα δάση για να ξεχνιέται
περιπλανώμενος σε ειρηνικές σκέψεις
Και τέλος έφτιαξε τη θάλασσα.
Την θάλασσα δεν ήξερε γιατί την έφτιαξε.
Ήταν μια στιγμή που ένιωθε
Ένα κενό.

Και το γέμισε με θάλασσα.

Με θάλασσα γαλάζια, με θάλασσα
μπλε σαν το δάκρυ
Με θάλασσα με κύματα σαν τα χάδια της μητέρας
Με κύματα σαν τα χαστούκια του πατέρα.
Και εκεί στη μέση έριξε τον τόπο μου.
Θα μπορούσε να ‘ταν η ελλάδα
Θα μπορούσε να ‘ταν κάτι άλλο.

Σημασία έχει ότι τον καταστρέφεις.
Τα χέρια σου είναι βαμμένα,
με αίμα κομμένων λουλουδιών,
ποτέ δεν προσφέρθηκαν σε κάποια κοπέλα,
ούτε μαράθηκαν, όταν για μια στιγμή,
μοναχά για μια στιγμή
Ορκίζομαι ότι έπιασα την άνοιξη
Και την έβαλα στα μαλλιά σου.

Ιουνίου 18, 2010

.

Μου λένε ότι η Ελλάδα δεν έχει χρήματα και να χαιρετήσω τις λιγοστές απολαβές που ήξερα.

Κανείς δεν μου είπε να αλλάξω.

Άκουσα πολλές απόψεις για το τι έφταιξε. Άλλες σωστά υποστηριγμένες με επιχειρήματα και αναλυμένες με οικονομικούς όρους.

Αλλά και αυτές έβλεπαν το αποτέλεσμα και όχι την αιτία.

Γιατί η αιτία Έλληνα είναι η εξής, και την ξέρεις καλά. Ντρέπομαι που στο λέω αλλά εσύ φταις.

Μόνο ένα καλό άρθρο διάβασα και ήταν γραμμένο από ένα απλό πολίτη φυσικά. Σιγά μην έγραφε χρήσιμο κοινωνικά άρθρο κανένας από τους προαγωγούς της απάθειας σου, της διαστρέβλωσης των προβλημάτων και παραπλάνησης των ενστίκτων σου. Να σου πω την αλήθεια δεν διαβάζω. Κάνω αυτό που κάνεις και συ. Πηγαίνω στο διπλανό δωμάτιο και Την ανοίγω. Και εκεί, ανάμεσα στα βρώμικα, σιχαμένα είδωλά σου, στα αγαπημένα σου χαμόγελα και στα αγαθά που τόσο ποθείς, βλέπω τους Υποκριτές. Με κοιτάνε στα μάτια. Μου ρίχνουνε βαρύγδουπες λέξεις, έξυπνους τίτλους και ανατριχιαστικές εικόνες. Μου λένε τι να σκεφτώ. Ποιος έχει Δίκιο και Άδικο. Θέλουνε να ανησυχήσω. Τουλάχιστον έτσι νομίζω. Αυτοί δείχνουν ανήσυχοι πάντως. Και έτσι θα σκεφτώ κάτι, θα ξεφυσήξω και θα αντικαταστήσω αυτές τις εικόνες με άλλες πιο ευχάριστες. Θα δω ανθρώπους να μονομαχούν για μία μπάλα για την τέρψη μου και μόνο. Θα δω κορίτσια που μόλις ενηλικιώθηκαν να λικνίζουν τα κορμιά τους, σαν μοντέρνες αστικές σκλάβες, δέσμιες των ίδιων τους των υλικών πόθων.

Και μετά θα συναντήσω τους φίλους μου. Είναι στο δίπλα δωμάτιο όλοι. Μέσα σε κουτάκια και παραθυράκια. Ανάμεσα σε φωτογραφίες, σε σχόλια και δημοσιεύσεις, κάπου εκεί βρίσκονται οι ψυχές τους. Φυλακισμένες στην ματαιότητα της ίδιας εικονικής ύπαρξης που μετέτρεψε τα δέντρα σε δρόμους και τα σκυλιά σε αυτοκίνητα. Ρουφάω την τελευταία μου τζούρα, το μόνο πράγμα πιο μαύρο και βρώμικο από τον αέρα έξω από το παράθυρο μου. Δεν θυμάμαι. Μπορεί και να έχω βάλει κάτι σε αυτό το τσιγάρο. Κάτι να με ναρκώσει λίγο παραπάνω, σαν να μην μου φτάνει η βαβούρα που έρχεται στα αυτιά μου από κάποιον που βιάζεται να πάει κάπου με τον μόνο τρόπο που ξέρει, μόνος του σε ένα κατασκεύασμα με τέσσερεις ρόδες, φτιαγμένο να το μοιράζεται με τέσσερεις ανθρώπους. Αλλά είναι μόνος του. Όλοι μόνοι τους είναι.

Θα συρθώ στο κρεβάτι και θα κοιμηθώ. Τι και αν μετατράπηκαν όλα σε μία αβάστακτη ματαιότητα και σε ένα θλιμμένο βλέμμα.

Έχω την δύναμη να χαμογελάσω.

Και μες τον ύπνο μου θα χαμογελάσω.

Και θα στείλω τους δαίμονες στην κόλαση απ’ όπου ήρθαν.

Όχι σε αυτήν με τις φωτιές.

Σε αυτήν με τα μεγάλα μάρμαρα και τα 300 κελιά.

Και θα ξυπνήσω ελεύθερος πια από τους φόβους μου και την μικροπρέπεια μου.

Δεν θα με νοιάζει να γίνω αφεντικό.

Να έχω σπόρ αμάξι και μια ξανθιά να γαμώ.

Και όποιος μου πει να κλέψω θα πιάσω το χέρι του και θα το σπάσω.

Και όποιος με κορνάρει που πάω με το ποδήλατο θα του χαμογελάσω. Γιατί αυτός θα κλαίει στο μποτιλιάρισμα. Και αν ένας έμπορος δεν πληρώσει το δικό του τίμημα στο κράτος, θα τον φτύσω στη μούρη και θα τον πω ξεφτιλισμένο. Και θα χαζεύω τα δέντρα, και τα πουλιά που κελαηδάνε και αυτά που πετάνε πάνω από τη θάλασσα. Αυτά αγαπάω πιο πολύ.

Αυτά που πάνε κατευθείαν για τον ήλιο.

Όχι μόνο γιατί νομίζουν ότι μια μέρα θα τον φτάσουν.

Αλλά γιατί μου θυμίζουν, πως τον ήλιο, την θάλασσα και τον αέρα

δεν μπορεί να μου τον πάρει κανείς.