Ιουλίου 09, 2010

..

Οι δαίμονες.
Σε κοιτάνε.
Σε τρώνε με τις πεινασμένες τσέπες που έχουν για στόματα.
Σου λένε πως ο θεός είναι ένας.
Οι τούρκοι είναι κακοί.
Σου μαθαίνουν πώς ν’ αγαπήσεις μια τηλεόραση
Και από αντίδραση εθίστηκες στο pc

Βάζουν λέξεις στο στόμα σου
Σου υποδεικνύουν πώς να εκφράσεις
Την αγάπη.

Και αν δεν είναι η κοινωνία μια άκαρδη τσούλα,
που δεν την νοιάζει ν’ αγαπήσεις
Μόνο να επιβιώσει την νοιάζει.
Να μεγαλώσει από τα αποφάγια της ψυχής,
που σου έχει αφήσει.

Μα εγώ θα το πάρω αυτό το αποφάγι.
Αυτό το ξεροκόμματο.
Και όπως ο θεός έκανε την σκόνη αγάπη,
έτσι κι εγώ θα κάνω την ψυχή μας,
την δικιά σου και την δικιά μου,
ένα όμορφο περιβόλι,
ψυχεδελικών ιδεών
και όμορφων πλασμάτων.
Αυτό δεν έκανε και ο θεός;
Θέλω να υποστηρίξω την άποψη ότι, μερικές από τις μέρες εκείνες,
ήταν ψηλά από μαριχουάνα.
Εξ’ ου και η έκφραση: «ο θεός βρίσκεται ψηλά»
Τις μέρες που έκανε τις καμηλοπαρδάλεις, ας πούμε.
Άλλες μέρες πάλι,
θα πρέπει να είχε πολύ μελαγχολική διάθεση,
από κείνη την όμορφη μελαγχολία, που καμιά
φορά σε κάνει να δακρύζεις.
Και καμιά φορά να χαμογελάς.
Τότε έφτιαξε τα γυμνά βουνά
για να κάθεται εκεί πάνω,
τα σύννεφα να χαζεύει.
Τα δάση για να ξεχνιέται
περιπλανώμενος σε ειρηνικές σκέψεις
Και τέλος έφτιαξε τη θάλασσα.
Την θάλασσα δεν ήξερε γιατί την έφτιαξε.
Ήταν μια στιγμή που ένιωθε
Ένα κενό.

Και το γέμισε με θάλασσα.

Με θάλασσα γαλάζια, με θάλασσα
μπλε σαν το δάκρυ
Με θάλασσα με κύματα σαν τα χάδια της μητέρας
Με κύματα σαν τα χαστούκια του πατέρα.
Και εκεί στη μέση έριξε τον τόπο μου.
Θα μπορούσε να ‘ταν η ελλάδα
Θα μπορούσε να ‘ταν κάτι άλλο.

Σημασία έχει ότι τον καταστρέφεις.
Τα χέρια σου είναι βαμμένα,
με αίμα κομμένων λουλουδιών,
ποτέ δεν προσφέρθηκαν σε κάποια κοπέλα,
ούτε μαράθηκαν, όταν για μια στιγμή,
μοναχά για μια στιγμή
Ορκίζομαι ότι έπιασα την άνοιξη
Και την έβαλα στα μαλλιά σου.