Ιουνίου 18, 2010

.

Μου λένε ότι η Ελλάδα δεν έχει χρήματα και να χαιρετήσω τις λιγοστές απολαβές που ήξερα.

Κανείς δεν μου είπε να αλλάξω.

Άκουσα πολλές απόψεις για το τι έφταιξε. Άλλες σωστά υποστηριγμένες με επιχειρήματα και αναλυμένες με οικονομικούς όρους.

Αλλά και αυτές έβλεπαν το αποτέλεσμα και όχι την αιτία.

Γιατί η αιτία Έλληνα είναι η εξής, και την ξέρεις καλά. Ντρέπομαι που στο λέω αλλά εσύ φταις.

Μόνο ένα καλό άρθρο διάβασα και ήταν γραμμένο από ένα απλό πολίτη φυσικά. Σιγά μην έγραφε χρήσιμο κοινωνικά άρθρο κανένας από τους προαγωγούς της απάθειας σου, της διαστρέβλωσης των προβλημάτων και παραπλάνησης των ενστίκτων σου. Να σου πω την αλήθεια δεν διαβάζω. Κάνω αυτό που κάνεις και συ. Πηγαίνω στο διπλανό δωμάτιο και Την ανοίγω. Και εκεί, ανάμεσα στα βρώμικα, σιχαμένα είδωλά σου, στα αγαπημένα σου χαμόγελα και στα αγαθά που τόσο ποθείς, βλέπω τους Υποκριτές. Με κοιτάνε στα μάτια. Μου ρίχνουνε βαρύγδουπες λέξεις, έξυπνους τίτλους και ανατριχιαστικές εικόνες. Μου λένε τι να σκεφτώ. Ποιος έχει Δίκιο και Άδικο. Θέλουνε να ανησυχήσω. Τουλάχιστον έτσι νομίζω. Αυτοί δείχνουν ανήσυχοι πάντως. Και έτσι θα σκεφτώ κάτι, θα ξεφυσήξω και θα αντικαταστήσω αυτές τις εικόνες με άλλες πιο ευχάριστες. Θα δω ανθρώπους να μονομαχούν για μία μπάλα για την τέρψη μου και μόνο. Θα δω κορίτσια που μόλις ενηλικιώθηκαν να λικνίζουν τα κορμιά τους, σαν μοντέρνες αστικές σκλάβες, δέσμιες των ίδιων τους των υλικών πόθων.

Και μετά θα συναντήσω τους φίλους μου. Είναι στο δίπλα δωμάτιο όλοι. Μέσα σε κουτάκια και παραθυράκια. Ανάμεσα σε φωτογραφίες, σε σχόλια και δημοσιεύσεις, κάπου εκεί βρίσκονται οι ψυχές τους. Φυλακισμένες στην ματαιότητα της ίδιας εικονικής ύπαρξης που μετέτρεψε τα δέντρα σε δρόμους και τα σκυλιά σε αυτοκίνητα. Ρουφάω την τελευταία μου τζούρα, το μόνο πράγμα πιο μαύρο και βρώμικο από τον αέρα έξω από το παράθυρο μου. Δεν θυμάμαι. Μπορεί και να έχω βάλει κάτι σε αυτό το τσιγάρο. Κάτι να με ναρκώσει λίγο παραπάνω, σαν να μην μου φτάνει η βαβούρα που έρχεται στα αυτιά μου από κάποιον που βιάζεται να πάει κάπου με τον μόνο τρόπο που ξέρει, μόνος του σε ένα κατασκεύασμα με τέσσερεις ρόδες, φτιαγμένο να το μοιράζεται με τέσσερεις ανθρώπους. Αλλά είναι μόνος του. Όλοι μόνοι τους είναι.

Θα συρθώ στο κρεβάτι και θα κοιμηθώ. Τι και αν μετατράπηκαν όλα σε μία αβάστακτη ματαιότητα και σε ένα θλιμμένο βλέμμα.

Έχω την δύναμη να χαμογελάσω.

Και μες τον ύπνο μου θα χαμογελάσω.

Και θα στείλω τους δαίμονες στην κόλαση απ’ όπου ήρθαν.

Όχι σε αυτήν με τις φωτιές.

Σε αυτήν με τα μεγάλα μάρμαρα και τα 300 κελιά.

Και θα ξυπνήσω ελεύθερος πια από τους φόβους μου και την μικροπρέπεια μου.

Δεν θα με νοιάζει να γίνω αφεντικό.

Να έχω σπόρ αμάξι και μια ξανθιά να γαμώ.

Και όποιος μου πει να κλέψω θα πιάσω το χέρι του και θα το σπάσω.

Και όποιος με κορνάρει που πάω με το ποδήλατο θα του χαμογελάσω. Γιατί αυτός θα κλαίει στο μποτιλιάρισμα. Και αν ένας έμπορος δεν πληρώσει το δικό του τίμημα στο κράτος, θα τον φτύσω στη μούρη και θα τον πω ξεφτιλισμένο. Και θα χαζεύω τα δέντρα, και τα πουλιά που κελαηδάνε και αυτά που πετάνε πάνω από τη θάλασσα. Αυτά αγαπάω πιο πολύ.

Αυτά που πάνε κατευθείαν για τον ήλιο.

Όχι μόνο γιατί νομίζουν ότι μια μέρα θα τον φτάσουν.

Αλλά γιατί μου θυμίζουν, πως τον ήλιο, την θάλασσα και τον αέρα

δεν μπορεί να μου τον πάρει κανείς.